- κακόσχολος
- κακόσχολος, -ον (Α)1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολεμηδαμινέ3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» — άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης.επίρρ...κακοσχόλως (Α)1. χωρίς σύνεση, επιπόλαια, με αφροσύνη2. αισχρά, κακέμφατα, με άσεμνο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -σχολος (< σχολή «αργία, απραξία»), πρβλ. αυτό-σχολος].
Dictionary of Greek. 2013.